κυψέλη

κυψέλη
Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 54 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στράτου. Παλαιότερα ονομαζόταν Σφήνα. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, δεξιά του ποταμού Ευήνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 342 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. 5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 94 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τροιζηνίας του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου των Μεθάνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεθάνων της νομαρχίας Πειραιώς. 6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 433 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, 11 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαδίων του νομού Ζακύνθου. 7. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 14 μ., 437 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Πιερίας, 32 χλμ. Α της πόλης της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. 8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 754 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 24 χλμ. Α της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άρνης. 9. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 86 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Ιωαννίνων, 6 χλμ. ΝΔ της πόλης της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεστορίου. 10. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου. 11. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 261 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου. 12. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 435 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 54 χλμ. ΒΔ της Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. Κ. εξάλλου ονομάζεται και μια συνοικία της Αθήνας.
* * *
η (AM κυψέλη, Α και κυψάλη)
1. φυσική ή τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών, κυ. κουβέλι, μελισσοκόφινο
2. μτφ. νους
νεοελλ.
1. ο συνολικός πληθυσμός μιας κυψέλης
2. μτφ. τόπος ή εργαστήρι όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι μαζί
3. ανατ. ονομασία που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη δομή μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)
(μσν. -αρχ.) η κηροειδής ύλη που βρίσκεται μέσα στο αφτί, η κυψελίδα
αρχ.
1. κάθε κοίλο αγγείο, θήκη ή κιβώτιο («τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», Παυσ.)
2. η κοιλότητα τού αφτιού
3. φρ. «ἐξμέδιμνος κυψέλη» — σκεύος για εναπόθεση σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)
4. παροιμ. «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῑς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *ku-bh-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -bh-) μορφή τής ΙΕ ρίζας *keu- «κάμπτω, κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα κύπη, κύπελλον, κύπτω και εμφανίζει επίθημα -έλη (πρβλ. νεφ-έλη). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο Kupesero, που αντιστοιχεί πιθ. στο Κύψελος. Η αρχική σημ. τής λ. πιθ. είναι γενικά «κοιλότητα, και κυψέλη», ενώ η σημ. «κοιλότητα τών αφτιών» και «κηρός τών αφτιών» οφείλεται προφανώς στο σχήμα της, που μοιάζει με κυψέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυψέλη — any hollow vessel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλῃ — κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυψέλη — Sp Kipsèlė Ap Κυψέλη/Kypseli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κυψέλη — η 1. μελισσοκόφινο, κουβέλι. 2. τόπος όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι: Το σχολειό έμοιαζε με κυψέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • κυψέλαι — κυψέλη any hollow vessel fem nom/voc pl κυψέλᾱͅ , κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελῶν — κυψέλη any hollow vessel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλαις — κυψέλη any hollow vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλην — κυψέλη any hollow vessel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλης — κυψέλη any hollow vessel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”